φαλάγγωμα

φαλάγγωμα
-ώματος, τὸ, Α [φαλαγγῶ]
1. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις ἐν τοῑς Διονυσίοις»
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τὸ ξύλον ἡ φάλαγξ, ἃ νῡν φαλαγγώματα καλοῡσιν».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”